κολεοπτερος

κολεοπτερος
    κολεόπτερος
    κολεό-πτερος
    2
    снабженный надкрыльями, жесткокрылый (sc. τὰ ἔντομα Arst.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κολεοπτερος" в других словарях:

  • κολεόπτερος — η, ο (Α κολεόπτερος, ον) (για έντομα) αυτός που έχει τα φτερά μέσα σε κολεό, σε θήκη νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολεόπτερα τάξη εντόμων, με πλήρεις μεταμορφώσεις, εφοδιασμένων με δύο ζεύγη ανόμοιων φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός + πτερος… …   Dictionary of Greek

  • κολεόπτερον — κολεόπτερος sheath winged masc/fem acc sg κολεόπτερος sheath winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολεοπτέρων — κολεόπτερος sheath winged masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολεόπτερα — κολεόπτερος sheath winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… …   Dictionary of Greek

  • Coleoptera — Pour les articles homonymes, voir Coléoptère (homonymie). Coléoptères …   Wikipédia en Français

  • Coleoptere — Coleoptera Pour les articles homonymes, voir Coléoptère (homonymie) …   Wikipédia en Français

  • Coléoptère — Coleoptera Pour les articles homonymes, voir Coléoptère (homonymie) …   Wikipédia en Français

  • Coléoptères — Coleoptera Pour les articles homonymes, voir Coléoptère (homonymie) …   Wikipédia en Français

  • Coléoptérologie — John Lawrence LeConte : l’un des pionniers de la coléoptérologie. La coléoptérologie est la discipline de l’entomologie qui étudie principalement l’ordre Coleoptera. Histoire Le terme coléoptère κολεόπτερος ( …   Wikipédia en Français

  • Coleóptero — (Del gr. koleopteros < koleos, vaina + pteron, ala.) ► adjetivo/ sustantivo masculino ZOOLOGÍA Perteneciente a un orden de insectos de metamorfosis completa, con piezas bucales masticadoras, caparazón rígido y alas posteriores plegables. * * * …   Enciclopedia Universal


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»